- ζυμέλαιο
- Πρόσμειξη της αιθυλικής αλκοόλης όταν παρασκευάζεται με ζύμωση. Από την αλκοόλη αυτή εξάγεται 0,4-0,6% ζ., ελαιώδες υγρό με χρώμα ανοιχτό κίτρινο έως καστανοκόκκινο. Το ζ. είναι δηλητηριώδης ουσία, δύσοσμη, που ερεθίζει τους βλεννογόνους των αναπνευστικών οδών. Ως προς τη χημική του σύσταση, αποτελείται από μονοβασικές αλκοόλες της λιπαρής σειράς (ισοαμυλικής, ισοβουτυλικής κλπ.) και προσμείξεις oξέων, αλδεϋδών και άλλων ενώσεων. Από το ζ. προέρχονται διάφορες ουσίες, όπως οι αμυλικές αλκοόλες, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αμυλικού ακετυλεστέρα και τα παρασκευάσματα εξανόλης, επτανόλης, oκτανόλης και εννεανόλης, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αρωμάτων.
* * *τομίγμα πτητικών ελαιωδών υγρών που παράγονται κατά τη διάρκεια τής αλκοολικής ζύμωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. alcool amylique). Η λ. ζυμέλαιον μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία από τον Όθωνα Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.